- καθιερώ
- καθιερῶ, -όω (AM)βλ. καθιερώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθιερῶ — καθιερόω dedicate pres subj act 1st sg καθιερόω dedicate pres ind act 1st sg καθιερόω dedicate pres subj act 1st sg καθιερόω dedicate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθιερώνω — (AM καθιερῶ, όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, όω) 1. αφιερώνω κάτι σε θεό, τό καθαγιάζω, τό καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.) 2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω 3. θεσπίζω… … Dictionary of Greek
καθαγίζω — και ιων. τ. καταγίζω (Α) 1. προσφέρω κάτι σε θεό, αφιερώνω σε θεό, καθιερώ* («ἀκροθίνια ταῡτα καταγιεῑν θεῶν ὅτεῳ, δή», Ηρόδ.) 2. ιδίως για θυσία πάνω σε φωτιά («θυμιήματα δὲ παρ αὐτῆ παντοῑα καταγίζουσι», Ηρόδ.) 3. αφιερώνω, προσφέρω κάτι στις… … Dictionary of Greek
καθιέρωμα — καθιέρωμα, τὸ (Α) [καθιερώ] 1. ιερό αντικείμενο, ιερό σκεύος 2. ιερός χώρος … Dictionary of Greek
καθιέρωση — η (Α καθιέρωσις, δωρ. τ. και καθιάρωσις [καθιερώ] αφιέρωση, ανάθεση στο θείο, καθαγίαση, καθορισμός κάποιου πράγματος ως αγίου, ως ιερού νεοελλ. 1. η κοινή αναγνώριση κάποιου πράγματος ως νόμιμου και παραδεκτού, η επικράτηση, η επισημοποίηση («η… … Dictionary of Greek
καθιερωτής — καθιερωτής, ὁ (Α) [καθιερῶ] κατηχητής, μυσταγωγός, αυτός που εισάγει, που μυεί σε θεία και ιερά πράγματα και έννοιες … Dictionary of Greek
προκαθιερώ — όω, ΜΑ αφιερώνω εκ τών προτέρων («οἱ καλλίνικοι μάρτυρες οἱ τὰς ψυχὰς θεῷ καθιερώσαντες, εἶτα καὶ τὰ σώματα θύσαντες», Κωνστ. Διάκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθιερῶ «αφιερώνω κάτι σε θεό, καθιστώ κάτι ως ιερό»] … Dictionary of Greek
προσκαθιερώ — όω, Α [καθιερῶ] καθιερώνω επί πλέον … Dictionary of Greek
συγκαθιερώ — όω, Α [καθιερῶ / ώνω] αφιερώνω κάτι σε κάποιον μαζί με άλλους («συγκαθιέρωσε τὸ ἀνάθημα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek